-
1 κενεών
A hollow between ribs and hip, flank, Od.22.295, Poll.2.166, etc.;νείατον ἐς κενεῶνα, ὅθι ζωννύσκετο μίτρῃ Il.5.857
, cf. Hp.Prog.8 (pl.); of horses, X.Eq.12.8; of dogs, Id.Cyn. 4.1.II any hollow, hence periphr.οὐράνιοι AP9.207
; αἰθέριος, χθόνιος κ., Nonn.D.13.453, 9.82; κενεὼν ἀρούρης ib.41.3; vacant space in a crowd, LXX 2 Ma.14.44.
См. также в других словарях:
κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… … Dictionary of Greek